- πλουραλισμός
- ο(λ. γαλλ.)1. πολυφωνία απόψεων, ιδεών.2. πολυκομματικό πολιτικό σύστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλουραλισμός — ο, Ν 1. όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον χώρο τής φιλοσοφίας και επεκτάθηκε αργότερα και σε άλλους χώρους, με βασικό πεδίο την κοινωνιολογική σκέψη και τον πολιτικό στοχασμό, ο οποίος δέχεται την ερμηνεία ή κατανόηση τού κόσμου όχι με την… … Dictionary of Greek
πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… … Dictionary of Greek
πλουραλιστής — ο, θηλ. πλουραλίστρια, Ν οπαδός τού πλουραλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pluralist (βλ. πλουραλισμός)] … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
πολυαρχία — η, ΝΜΑ [πολύαρχος] καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολλά πρόσωπα νεοελλ. 1. εξουσία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενότητας 2. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελείται από πολλά αυτοτελή στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
πολυφωνία — η 1. ποικιλία από φωνές, από φθόγγους. 2. μουσική σύνθεση που εκτελείται με πολλές φωνές και όργανα. 3. μτφ., ελεύθερη έκφραση διαφορετικών απόψεων, πλουραλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)